αρίσαρο

αρίσαρο
(arisarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Περιλαμβάνει 3 είδη, από τα οποία το α. το κοινό φυτρώνει και στην Ελλάδα, γνωστό ως λύχνος, λυχναράκι, δρακοντιά και κατσουλίτσα. Το ύψος του κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., έχει κονδυλώδη ρίζα και ωοειδή ή καρδιοειδή φύλλα, που στηρίζονται σε πολύ μεγάλο μίσχο με σταχτιά στίγματα ή γραμμές. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθία που μοιάζει με ρόπαλο και λέγεται σπάδικας. Ο σπάδικας περιβάλλεται από τη σπάθη που έχει χρώμα πράσινο ή καστανό με κοκκινωπές γραμμές. Οι κονδυλώδεις ρίζες περιέχουν τοξική ουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”